Η βιοπολιτική του εθελοντισμού
Πώς η ανθρώπινη αλληλεγγύη μετουσιώνεται σε ανθρωποκτόνο «ανθρωπισμό»
Σε μια εποχή γενικευμένης κοινωνικής-οικονομικής βαρβαρότητας που εκδηλώνεται ως βαθύτατη ανθρωπιστική κρίση, ποιες βαθύτερες ψυχολογικές και κοινωνικές ανάγκες ικανοποιούν οι εθελοντικές κοινωνικές δραστηριότητες των πολυάριθμων ατόμων που επενδύουν σε αυτές;
Αρκεί η επίκληση των μεγάλων κοινωνικών καταστροφών για να εξηγηθούν η μαζικότητα και η ποικιλία των νέων φαινομένων εθελοντισμού και των οργανωμένων φιλανθρωπικών δραστηριοτήτων;
Αν είναι αλήθεια, όπως συχνά λέγεται, ότι το τέλος της νεωτερικότητας συνεπάγεται αυτομάτως και «το τέλος του ανθρώπου», τότε τι μπορεί να σημαίνει «ανθρωπιστική πολιτική» σήμερα;
Μολονότι έχουν διατυπωθεί, κατά καιρούς, διάφορες πολιτικές, στατιστικές και αμιγώς κοινωνιολογικές ερμηνείες αυτών των φαινομένων, δεν έχουν διερευνηθεί επαρκώς τα ψυχολογικά και, ενδεχομένως, τα βιολογικά κίνητρα της ανθρώπινης ανάγκης για αλληλεγγύη που εκδηλώνεται μέσω του αυθόρμητου ή του οργανωμένου κοινωνικού εθελοντισμού.
Ο αυθαίρετος διαχωρισμός της βιολογικής από την κοινωνική μας ζωή συνεπάγεται για μεγάλο μέρος του ανθρώπινου πληθυσμού την αμφισβήτηση του δικαιώματός του στη ζωή.
Ετσι, στις ανεπτυγμένες οικονομικά χώρες, η προσχεδιασμένη ελαχιστοποίηση του νεωτερικού κράτους πρόνοιας επιβάλλει τη μεγιστοποίηση των εξατομικευμένων, άμισθων και κυρίως πολιτικά ανώδυνων εθελοντικών πρακτικών.
Τι ακριβώς συμβαίνει μέσα μας όταν βλέπουμε έναν συνάνθρωπό μας να υποφέρει ή ένα προσφυγόπουλο να κλαίει απαρηγόρητο;
Αυτό που οι περισσότεροι από εμάς διαπιστώνουν είναι ότι όχι απλώς αντιλαμβανόμαστε και επεξεργαζόμαστε συνειδητά τον πόνο τους, αλλά, ώς έναν βαθμό, βιώνουμε προσωπικά και ενίοτε σωματικά τον πόνο των άλλων.
Αυτόν ακριβώς τον αδιαφανή εγκεφαλικό μηχανισμό εκμεταλλεύεται σήμερα η βιοπολιτική για να χειραγωγεί με επιτηδειότητα τη συμπεριφορά των εθελοντών
Αναμφίβολα, κάθε οργανωμένη εθελοντική δράση έρχεται να καλύψει μια υπαρκτή κοινωνική ανάγκη, προκύπτει δηλαδή από την εμφανή ανεπάρκεια των δομών του οργανωμένου κράτους και της κοινωνίας στο να χειριστούν εγκαίρως και αποτελεσματικά τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζουν ορισμένα μεμονωμένα άτομα ή ευρύτερες κοινωνικές ομάδες.
Προβλήματα που, κατά κανόνα, δημιουργούνται από τις ίδιες τις κοινωνίες οι οποίες, εκ των υστέρων, καλούνται να τα λύσουν.
Παρ’ όλα αυτά, από πολυάριθμες ψυχολογικές και κοινωνιολογικές έρευνες σε όλο τον πλανήτη προκύπτει ότι η συστηματική ενασχόληση με τον κοινωνικό εθελοντισμό βοηθά όχι μόνο αυτούς που δέχονται βοήθεια αλλά και αυτούς που την προσφέρουν.
Πράγματι, οι σχετικές στατιστικές μελέτες επιβεβαιώνουν ότι τα άτομα που συμμετέχουν ενεργά, συνειδητά και για μεγάλο χρονικό διάστημα σε εθελοντικές πρακτικές αισθάνονται πιο ισορροπημένα, λιγότερο δυστυχή και πολύ πιο ικανοποιημένα από τη ζωή τους σε σύγκριση με τα άτομα που δεν εμπλέκονται σε τέτοιες αλτρουιστικές δραστηριότητες.
Μάλιστα, οι περισσότεροι εθελοντές δηλώνουν όχι μόνο ψυχολογικά αλλά και σωματικά ανανεωμένοι από αυτές τις κοινωνικά επωφελείς δραστηριότητές τους.
Αραγε, όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι απλώς θύματα της συστηματικής προπαγάνδας υπέρ του εθελοντισμού και άρα πρόκειται για μαζική αυτοεξαπάτηση ή αντίθετα για την πραγματική ικανοποίηση μιας ζωτικής ανθρώπινης ανάγκης;
Η ψυχολογία του καλού Σαμαρείτη
Η μακροχρόνια ενασχόληση με οργανωμένες εθελοντικές δραστηριότητες δεν είναι μόνο κοινωνικά επωφελής και ψυχολογικά ανανεωτική, επιπλέον φαίνεται πως μειώνει δραστικά το εργασιακό άγχος και την κοινωνική ανασφάλεια των εθελοντών.
Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξαν οι πολυετείς έρευνες δύο εργασιακών ψυχολόγων, της Eva Mojza και της Sabine Sonnentag.
Οπως έδειξαν, τα άτομα που εκτός από την καθημερινή εργασιακή τους δραστηριότητα συμμετείχαν (συχνά) σε εθελοντικές δραστηριότητες ήταν περισσότερο ικανά να χαλαρώνουν στις έντονες εργασιακές πιέσεις.
Οι εθελοντές φαίνεται πως είναι πολύ πιο ψύχραιμοι και υπομονετικοί από τους συναδέλφους τους, μολονότι αντιμετωπίζουν εξίσου δύσκολες και πιεστικές εργασιακές συνθήκες.
Μάλιστα, όπως δηλώνουν οι ίδιοι: όσο περισσότερο επιδίδονταν σε εθελοντικές πρακτικές τόσο περισσότερο χαλαροί αισθάνονταν την επόμενη μέρα στην εργασία τους!
Το υπονομευτικό αλλά εύλογο ερώτημα που οφείλουμε να θέσουμε είναι: άραγε είναι οι εθελοντικές πρακτικές αυτές καθεαυτές που προκαλούν αυτές τις θετικές ψυχολογικές αντιδράσεις απέναντι στο καθημερινό άγχος και τις αφόρητες εργασιακές πιέσεις ή, αντιθέτως, είναι τα πιο ήρεμα και ισορροπημένα ψυχολογικά άτομα που συνήθως τείνουν να ασχολούνται με τον εθελοντισμό;
Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν είναι καθόλου απλή, διότι σε τέτοια περίπλοκα ψυχολογικά φαινόμενα η γραμμική λογική του «αυγού και της κότας» δεν είναι προφανής.
Πάντως, οι περισσότεροι ειδικοί ψυχολόγοι συμφωνούν ότι θα πρέπει να υπάρχει μια αμφίδρομη αλληλεπίδραση μεταξύ εθελοντισμού και ψυχολογικής ευεξίας και θεωρούν πλέον επαρκώς επιβεβαιωμένο ότι υπάρχει όντως μια εγγενής θετική επίδραση σε όσους ή όσες ασκούν συνειδητά τον εθελοντισμό.
Πώς όμως εξηγούν αυτή τη θετική επίδραση του εθελοντισμού; Κατ’ αρχάς, τα άτομα που επιδίδονται σε τέτοιες κοινωφελείς δραστηριότητες εντάσσονται σε μια κοινωνική ομάδα η οποία συνήθως αποτελείται από άλλα άτομα με παρόμοια ενδιαφέροντα και κοινωνικές ανησυχίες.
Ταυτόχρονα, κάθε δραστηριότητα πραγματοποιείται ομαδικά ή, έστω, με άλλους ανθρώπους.
Επιπλέον, η ένταξη σε μια ομάδα εθελοντών διευρύνει ανέλπιστα τις ευκαιρίες για απόκτηση νέων γνώσεων ή πρακτικών ικανοτήτων και κυρίως για νέες κοινωνικές επαφές με άτομα τα οποία ασφαλώς θα πρέπει να είναι πολύ ενδιαφέροντα αφού μοιράζονται τις ίδιες προσωπικές ανησυχίες και κοινωνικοπολιτικές απόψεις.
Η απόδραση λοιπόν από την κοινωνική απομόνωση σε συνδυασμό με τον ομαδικό χαρακτήρα της εθελοντικής εργασίας αποδεικνύεται ιδιαίτερα επωφελής για τους εθελοντές: ξεχνάνε, πρόσκαιρα, τα προσωπικά τους προβλήματα και με τη βοήθεια της ομάδας παρακάμπτουν τα αυτοκαταστροφικά ψυχολογικά και κοινωνικά τους αδιέξοδα, επενδύοντας σε δήθεν λιγότερο «αυτιστικούς» στόχους.
Στόχους που, σε περιόδους γενικευμένης κοινωνικής κρίσης, θεωρούνται όχι μόνο περισσότερο ευγενικοί αλλά και κοινωνικά χρήσιμοι.
Ολα αυτά από κοινού φαίνεται πως συμβάλλουν αποφασιστικά στην επιλογή του εθελοντισμού από εκείνα τα άτομα που αναζητούν εναγωνίως έναν διαφορετικό τρόπο ζωής και σκέψης.
Πόσο ανιδιοτελής είναι ο εθελοντισμός;
Με άλλα λόγια, η ένταξη σε μια νέα κοινωνική ομάδα, στην οποία υποτίθεται ότι επέλεξαν να ενταχθούν «ελεύθερα» οι ίδιοι οι εθελοντές, σε συνδυασμό με το κοινωνικά επωφελές έργο που πραγματοποιούν, τους προσφέρει το πολυπόθητο -αλλά κάθε άλλο παρά ανιδιοτελές- αίσθημα αισιοδοξίας, πληρότητας και προσωπικής δικαίωσης που από καιρό είχαν απολέσει στην καθημερινή κοινωνική, εργασιακή και οικογενειακή τους ζωή!
Μια ενοχλητική αλλά εύλογη απορία που θα μπορούσε κανείς να διατυπώσει είναι: Ωραία όλα αυτά, όμως θα μπορούσε κανείς κάλλιστα να γνωρίσει νέα επωφελή πράγματα ή να δημιουργήσει νέες κοινωνικές επαφές ακολουθώντας, για παράδειγμα, μαθήματα μαγειρικής, θεάτρου, δημιουργικής γραφής ή ακόμη και ένα ομαδικό άθλημα.
Τι το ιδιαίτερο και μοναδικό έχουν οι εθελοντικές δραστηριότητες;
Αναζητώντας μια πιο σαφή εξήγηση γι’ αυτό το κοινωνικό φαινόμενο, οι ερευνητές -ψυχολόγοι και κοινωνιολόγοι- διαπίστωσαν ότι η εθελοντική δραστηριότητα αναπληρώνει, έστω και φαντασιακά, τη βαθύτερη ανάγκη των ανθρώπων να επιτελούν μια προσωπική, δημιουργική και κυρίως χρήσιμη κοινωνική δραστηριότητα.
Διόλου περίεργο που, στατιστικά, στον εθελοντισμό επενδύουν επωφελώς κυρίως οι άνεργοι και οι συνταξιούχοι.
Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από τις πρωτοποριακές έρευνες του Edwin Boezeman και της Naomi Ellemers στην Ολλανδία και του Theo Wehner και της ομάδας του στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης.
Το απρόσμενο συμπέρασμα αυτών των ερευνών είναι ότι το ψυχολογικό πρότυπο του εθελοντή αντιστοιχεί και συνήθως αντιπροσωπεύεται από άτομα που δεν είναι καθόλου ικανοποιημένα από την επαγγελματική ή και την ιδιωτική τους ζωή.
Υπό αυτή την έννοια, ο μετανεωτερικός εθελοντισμός δεν έχει καμία σχέση με την ιστορικά ξεπερασμένη αστική φιλανθρωπία, αφού πλέον προβάλλεται μαζικά ως υποκατάστατο είτε της κανονικής εργασίας και της αποδομημένης λειτουργίας του κράτους πρόνοιας.
Η επιλογή της απαξίωσης της εργασίας και του κράτους πρόνοιας στις πιο ανεπτυγμένες κοινωνίες οδηγεί αναπόφευκτα σε ανεπαρκέστατες ιδιωτικές αλλά και οικονομικά επωφελείς προσπάθειες αναπλήρωσης μέσω των μεγάλων ΜΚΟ.
Οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε εγκαίρως το γιατί και κυρίως το πώς η μετανεωτερική βιοπολιτική, χρησιμοποιώντας τη σύγχρονη επιστήμη, έχει επιβάλει τον εθελοντισμό ως μορφή άμισθης κοινωνικής εργασίας αλλά και ως μέσο κοινωνικής διαχείρισης και εκτόνωσης της οργής ενός ολοένα διογκούμενου αριθμού περιθωριοποιημένων πολιτών.
Η ελεγχόμενη αποσάθρωση και η προσχεδιασμένη ελαχιστοποίηση του νεωτερικού κράτους πρόνοιας επιβάλλει τη μεγιστοποίηση των εξατομικευμένων, άμισθων και κυρίως πολιτικά ανώδυνων εθελοντικών πρακτικών.
Η κοινωνική αλληλεγγύη ως εγκεφαλική λειτουργία
Το ότι οι άνθρωποι -αλλά και τα περισσότερα θηλαστικά- είναι ικανά να αντιλαμβάνονται, να συναισθάνονται και να βιώνουν τα αισθήματα της χαράς ή του πόνου που αισθάνεται ένα τρίτο πρόσωπο είναι μια κοινότοπη διαπίστωση που επιβεβαιώνεται από την καθημερινή μας εμπειρία.
Πολύ λιγότερο κοινότοπη αποδεικνύεται η κατανόηση των νευροεγκεφαλικών μηχανισμών στους οποίους βασίζεται και των βιοψυχολογικών αναγκών που ικανοποιεί αυτή η σχεδόν «μαγική» ικανότητά μας να αναγνωρίζουμε και κυρίως να βιώνουμε σε πρώτο πρόσωπο τις προσωπικές εμπειρίες των άλλων.
Αυτή η αδιαφανής και μέχρι πρόσφατα παρεξηγημένη βιολογική μας ικανότητα αποτελεί πλέον αντικείμενο μελέτης των νευροεπιστημών.
Μολυσματικά συναισθήματα
Χάρη σε αυτόν τον διεπιστημονικό τομέα έρευνας -που περιλαμβάνει τη νευρολογία, τη νευροβιολογία, τη νευροψυχολογία και κάποιες γνωσιακές επιστήμες- αρχίζουμε να κατανοούμε τις νευροφυσιολογικές προϋποθέσεις και τις βιολογικές λειτουργίες των φαινομένων της ενσυναίσθησης και της αλληλεγγύης.
Ολα τα ευγενή μας συναισθήματα -η συμπόνια, ο αλτρουισμός, ίσως ακόμη και ο έρωτας- εξαρτώνται από αυτή την ιδιαίτερα αναπτυγμένη ικανότητα του είδους μας για ενσυναίσθηση.
Για παράδειγμα, η Μαρία, ένα συμπαθητικό κοριτσάκι τριών ετών, βρίσκεται στην παιδική χαρά και βλέπει τον Γιώργο, ένα άγνωστο συνομήλικο παιδάκι, να κλαίει σπαρακτικά επειδή έπεσε από την κούνια.
Η άμεση αντίδρασή της είναι να βάλει κι αυτή τα κλάματα και αμέσως μετά να του προσφέρει την αγαπημένη της κούκλα για να τον παρηγορήσει.
Και θα ήταν μεγάλο σφάλμα να πιστέψει κανείς ότι τέτοιες εκδηλώσεις ενσυναίσθησης του πόνου των άλλων αφορούν μόνο τα νήπια.
Για να κατανοήσουμε το πώς η σύγχρονη νευροεπιστήμη επιχειρεί να εξηγήσει τα αινιγματικά μέχρι χθες βιοψυχολογικά φαινόμενα, θα πρέπει να ανατρέξουμε στο πρωτοποριακό έργο της Frederique de Vignemont, διακεκριμένης γνωσιακής νευροψυχολόγου, η οποία από καιρό έχει εστιάσει τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα στη μελέτη των μηχανισμών της ανθρώπινης ενσυναίσθησης του πόνου.
Οπως η ίδια επισημαίνει ανελλιπώς στα κείμενά της, το συναίσθημα του πόνου είναι διττής φύσεως: πρόκειται για μια εμπειρία αισθητηριακή και ταυτόχρονα συναισθηματική.
Σε ένα τυπικά νευρολογικό-αισθητηριακό επίπεδο ανάλυσης, οι άνθρωποι αισθάνονται την ένταση του πόνου σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο του σώματός τους.
Σχεδόν παράλληλα, σε ένα συναισθηματικό-ψυχολογικό επίπεδο ανάλυσης, ο πόνος βιώνεται ως δυσάρεστο συναίσθημα.
Συνεπώς, ό,τι οι ειδικοί περιγράφουν ως «μήτρα του πόνου» περικλείει, από νευροφυσιολογικής απόψεως, δύο διακριτά εγκεφαλικά δίκτυα που ενεργοποιούνται παράλληλα όταν πονάμε: ένα αισθητηριακό και ένα συναισθηματικό.
Τι ακριβώς συμβαίνει μέσα στον εγκέφαλό μας όταν βλέπουμε ένα αγαπημένο μας πρόσωπο να σφαδάζει από τον πόνο ή ένα παιδάκι να κλαίει απαρηγόρητο;
Αυτό που διαπιστώνουμε είναι ότι όχι απλώς αντιλαμβανόμαστε και επεξεργαζόμαστε συνειδητά τον πόνο τους, αλλά, ώς έναν βαθμό, βιώνουμε προσωπικά και ενίοτε σωματικά τον πόνο των άλλων.
Αυτόν ακριβώς τον αδιαφανή εγκεφαλικό μηχανισμό εκμεταλλεύεται, σήμερα, η βιοπολιτική για να χειραγωγεί με επιτηδειότητα τους εγκεφάλους των εθελοντών.