Καθώς ο κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ ξεκίνησε την επίσκεψή του στις ΗΠΑ από το Σιάτλ, την έδρα πολλών κορυφαίων τεχνολογικών εταιρειών, οι περισσότεροι παρατηρητές αναμένουν πολλά από τη συνάντησή του με τον πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα. Μπορεί να ανακόψει την κάτω βόλτα που έχουν πάρει οι αμερικανοκινεζικές σχέσεις, η οποία άρχισε όταν ο Σι ανέβηκε στην εξουσία το 2013;
Ελάχιστοι διαφωνούν με το ότι η σημαντικότερη διμερής σχέση στον κόσμο έχει πρόβλημα. Από την αμερικανική πλευρά, η απερίσκεπτη συμπεριφορά του Πεκίνου στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας, οι ανεξέλεγκτες κυβερνοεπιθέσεις εναντίον αμερικανικών στόχων, οι οικονομικές πολιτικές προστατευτισμού και η κλιμακούμενη πολιτική καταπίεση εντός της Κίνας γκρέμισαν την πεποίθηση ότι μια Κίνα ενσωματωμένη σε ένα πλέγμα διεθνών σχέσεων και ισορροπιών θα ήταν ένας υπεύθυνος και συνεργάσιμος εταίρος.
Οι κινέζοι ηγέτες, από την πλευρά τους, θεωρούν τη στρατηγική «στροφή προς την Ασία» της Αμερικής ένα βήμα για τον γεωπολιτικό περιορισμό της Κίνας. Επίσης, έχουν μονομανία με την αμερικανική κυριαρχία στη διεθνή οικονομία και τεχνολογία και κυρίως με την ιδεολογική δέσμευση της Αμερικής προς τη φιλελεύθερη δημοκρατία, την οποία το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα εκλαμβάνει ως υπαρξιακή απειλή. Το τοξικό μείγμα αμοιβαίας δυσπιστίας και συμπεριφοράς «μία σου και μία μου» έχει φέρει τις σινοαμερικανικές σχέσεις στο χαμηλότερό τους σημείο από το μακελειό στην πλατεία Τιανανμέν το 1989. Υπάρχει διάχυτη η ανησυχία ότι ΗΠΑ και Κίνα οδεύουν προς έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο.
Εν αρχή ην μια συνθήκη για τις επενδύσεις
Για τον Σι διακυβεύονται πολλά στην επίσκεψή του στις ΗΠΑ. Προκειμένου να διατηρήσει την εσωτερική του εικόνα ως ισχυρού ηγέτη πρέπει να συνεχίσει την εθνικιστική ρητορική. Αλλά πρέπει και να σταθεροποιήσει τη σημαντική σχέση με τις ΗΠΑ. Μπορούμε να αναμένουμε σχετική επιτυχία σε ορισμένα ευαίσθητα ζητήματα, η οποία από μόνη της δεν θα αλλάξει τη δυναμική αντιπαλότητας της σχέσης αλλά ίσως ανακόψει την επιδείνωση των διμερών σχέσεων, τουλάχιστον προς το παρόν.
Για την Κίνα το μεγαλύτερο έπαθλο θα είναι μια διμερής συνθήκη για τις επενδύσεις. Στην πράξη, αυτή θα διευκολύνει τις κινεζικές επενδύσεις στις ΗΠΑ και θα ενισχύσει την πρόσβαση των αμερικανικών εταιρειών στις κινεζικές αγορές.
Μια τέτοια συμφωνία θα ήταν δώρο για τον Σι διότι θα ισοδυναμούσε με ψήφο εμπιστοσύνης των ΗΠΑ προς τη δοκιμαζόμενη κινεζική οικονομία. Αλλά οι προοπτικές να υπογραφεί μια συνθήκη για τις επενδύσεις είναι στην καλύτερη περίπτωση αβέβαιες. Το αμερικανικό Κογκρέσο εκφράζει σκεπτικισμό ενώ πρέπει και να πειστούν οι αμερικανοί επιχειρηματίες. Δεδομένου του πόσες λεπτομέρειες παραμένουν άλυτες, η συμφωνία είναι μάλλον απίθανο να υπογραφεί στη διάρκεια της συγκεκριμένης επίσημης επίσκεψης.
Θάλασσα της Νότιας Κίνας και πολιτική καταπίεση
Η διαμάχη στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας μπορεί να αποδειχθεί το δυσκολότερο διπλωματικό σημείο. Η Κίνα έχει εναποθέσει το εθνικό της κύρος και τα εθνικιστικά διαπιστευτήρια της ηγεσίας της στο ζήτημα αυτό, το οποίο σημαίνει ότι ο Σι κατά πάσα πιθανότητα θα αποκρούσει τις αμερικανικές απαιτήσεις να σταματήσει η Κίνα κάθε δραστηριότητα που θεωρείται στρατιωτικοποίηση των νέων τεχνητών νησιών της σε αμφισβητούμενα ύδατα. Το περισσότερο που μπορούμε να αναμένουμε ρεαλιστικά είναι μια ανούσια δήλωση ότι οι δύο πλευρές συμφωνούν να συνεχίσουν να διαφωνούν.
Αλλά το πιο ευαίσθητο ζήτημα για την Κίνα έχει ελάχιστα να κάνει με όλα τα παραπάνω. Είναι η συνεχιζόμενη πάταξη των πολιτικών ελευθεριών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη χώρα. Αντιμετωπίζοντας τεράστια εσωτερική πίεση ο Ομπάμα ανακοίνωσε ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα θα βρίσκονται στην ατζέντα της συνάντησής του με τον Σι. Ο Σι όμως δεν πρόκειται να κάνει παραχωρήσεις διότι αυτό θα έπληττε το κύρος του εντός του ΚΚΚ και θα υπονόμευε το κεντρικό σημείο του πολιτικού του οράματος: να ανακαταλάβει τον πολιτικό έλεγχο μιας δυναμικής κοινωνίας.
Τελικά το ερώτημα-κλειδί είναι αν ο Σι μπορεί να προσφέρει αρκετά για να επουλώσει το πλήγμα που υπέστησαν οι σινοαμερικανικές σχέσεις τα τελευταία χρόνια. Και αν η Κίνα θα αναλάβει συγκεκριμένες δράσεις που θα αντικατοπτρίζουν μια αυθεντική απομάκρυνση από τις πολιτικές που τροφοδότησαν την επιδείνωση στις διμερείς σχέσεις.
Ο κ. Minxin Pei είναι καθηγητής στο Claremont McKenna College των ΗΠΑ και συνεργάτης του German Marshall Fund των ΗΠΑ.