Ναι, από εσένα, είμαι πιο δυνατή. Γιατί στο “περίπου” ζωή δεν θα ζήσω..
Βήματα κουρασμένα μέχρι το αμάξι και μια αδιάφορη συνάντηση με κάποιον.
Ναι, λοιπόν!
Ακόμα χειρότερα;
Από εσένα, είμαι πιο δυνατή.
Βήματα κουρασμένα μέχρι το αμάξι και μια αδιάφορη συνάντηση με κάποιον.
Κάποιον από εκείνους που δε θα σε ρωτήσουν ποτέ «τι κάνεις» για να ακούσουν την απάντηση.
Την απάντηση την έχουν φτιάξει ήδη στο μυαλό τους από καιρό.
«Έλα ρε, εσύ είσαι δυνατή, τι ανάγκη έχεις»
Άκου λοιπόν φίλε μου, σε εσένα που αποφάσισες χωρίς να με ρωτήσεις πως είμαι δυνατή.
Σε εσένα, που δεν στάθηκες μισό λεπτό στην διαδρομή μου αλλά σου αρκεί το ότι περπατάω ακόμα όρθια στο δρόμο που εσύ με βλέπεις κάθε μέρα.
Σε εσένα, που δεν στάθηκες μισό λεπτό στην διαδρομή μου αλλά σου αρκεί το ότι περπατάω ακόμα όρθια στο δρόμο που εσύ με βλέπεις κάθε μέρα.
Εσύ που δεν ξέρεις αν αυτό που αυθαίρετα υπέθεσες για μένα, αγγίζει έστω και ελάχιστα την πραγματικότητα.
Γιατί όταν κλείνει η πόρτα του δωματίου μου, όχι του σπιτιού μου, γιατί και εκεί ακόμα η πανοπλία είναι φορεμένη, γυαλισμένη κι έτοιμη να τα αντέξει όλα, τότε λοιπόν που κλείνει η πόρτα του δωματίου μου και μέσα στο σκοτάδι, δεν ξέρεις αν υπάρχει η άτρωτη μορφή μου ή αν υπάρχω εγώ και το κουφάρι μου!
Ναι, λοιπόν!
Μπορεί να είμαι δυνατή. Δεν είμαι όμως επειδή αντέχω την καθημερινότητα, τις μαχαιριές και κάνα δυο ακόμα περιπέτειες.
Δεν είμαι δυνατή επειδή στα δύσκολα δεν γίνομαι κομμάτια.
Είμαι δυνατή γιατί παρ’ότι έχω ζήσει μέσα στην μέρα μου, παρότι έχω κουβαλήσει στην καμπούρα μου, παρόλες τις μαχαιριές που με έχουν αιμορραγήσει λίγο ακόμα, όταν θα σε ρωτήσω «τι κάνεις» θα σε κοιτάω στα μάτια και θα περιμένω να μου απαντήσεις...
Είμαι δυνατή γιατί παρ’ότι έχω ζήσει μέσα στην μέρα μου, παρότι έχω κουβαλήσει στην καμπούρα μου, παρόλες τις μαχαιριές που με έχουν αιμορραγήσει λίγο ακόμα, όταν θα σε ρωτήσω «τι κάνεις» θα σε κοιτάω στα μάτια και θα περιμένω να μου απαντήσεις...
Δυνατή φίλε μου είμαι επειδή επιλέγω παρόλα τα δύσκολα, να μένω ευαίσθητη και τρωτή.
Να βιώνω τον πόνο, την απογοήτευση, το πλήγωμα, το χαμό και πάλι να μένω εγώ, ατόφια.
Σημαδεμένη ίσως, χαραγμένη, αλλά ατόφια.
Να βιώνω τον πόνο, την απογοήτευση, το πλήγωμα, το χαμό και πάλι να μένω εγώ, ατόφια.
Σημαδεμένη ίσως, χαραγμένη, αλλά ατόφια.
Ξέρεις πόσοι σαν κι εσένα μου λένε κάθε μέρα «τι ανάγκη έχεις εσύ, αντέχεις»
Ξέρεις πόσους θέλησα να ρωτήσω… «κι εσύ πού το ξέρεις;;;»
Ξέρεις πόσους θέλησα να ρωτήσω… «κι εσύ πού το ξέρεις;;;»
Είναι κι εκείνη η άλλη ατάκα που φοριέται πολύ «δεν σε φοβάμαι εσένα» που κάθε που την ακούω.. μουρμουράω ένα βουβό «κακώς» και μετά το καταπίνω.
Ξέρεις πόση θλίψη με κάνει να νιώθω κάθε μια από αυτές τις εύκολες ατάκες που τόσο εύκολα ξεστομίζονται;
Να μου πεις, μπορεί να είναι κι επιλογή μου, μπορεί να είναι και το τίμημα που πρέπει να πληρώνω.
Κι έτσι είναι.
Την πανοπλία μας τη φτιάχνουμε μικροί και μεγαλώνουμε μαζί της. Φαρδαίνει, ψηλώνει, προσαρμόζεται και γίνεται ένα με το σώμα σου.
Την πανοπλία μας τη φτιάχνουμε μικροί και μεγαλώνουμε μαζί της. Φαρδαίνει, ψηλώνει, προσαρμόζεται και γίνεται ένα με το σώμα σου.
Ακόμα χειρότερα;
Γίνεται ένα με την ψυχή σου!
Και έρχεται μια νύχτα, που την ώρα που κλείνεις την πόρτα του δωματίου σου, η πανοπλία πέφτει.
Δεν σπάει, όμως να, σαν να ξεχείλωσε λιγάκι και τα πολλά που φόρτωσες μέσα σου δεν τα άντεξε.
Δεν σπάει, όμως να, σαν να ξεχείλωσε λιγάκι και τα πολλά που φόρτωσες μέσα σου δεν τα άντεξε.
Κι είναι η ώρα που κοιτάς την θαμπή σου εικόνα στον καθρέφτη και αναρωτιέσαι ποια είναι εκείνη που σε κοιτάει.
Γιατί εσύ δεν μπορεί να είσαι.
Γιατί εσύ δεν μπορεί να είσαι.
Κάθεσαι και την κοιτάς σιωπηλά. Κι όταν πια συνηθίσεις την εικόνα της αρχίζεις και βγάζεις λέξεις, μπερδεμένες και ανάκατες.
Λέξεις που σπάνια προφέρεις μέχρι τώρα.
Λέξεις που σπάνια προφέρεις μέχρι τώρα.
Απογοήτευση, πόνος… μπορεί η πανοπλία να σε προστάτευε μα στην ψυχή σου έγραφαν όλα αυτά.
Έγραφε ανεξίτηλα κάθε στιγμή που έπεφτες και έμπηγες τα νύχια σου στην γη για να ξανασηκωθείς.
Κάθε στιγμή που έλεγες σε εκείνη την ξεχασμένη μικρή πριγκίπισσα μέσα σου να βγάλει το σκασμό γιατί τα δάκρυα δεν ταιριάζουν στους δυνατούς.
Ναι άσε, ξέρω..
Οι δυνατοί προχωράνε.
Τους δυνατούς αγαπάει ο κόσμος.
Οι δυνατοί προχωράνε.
Τους δυνατούς αγαπάει ο κόσμος.
Βασικά εδώ υπάρχει μια παρεξήγηση.
Κανείς δεν αγαπάει τους δυνατούς. Όλοι αγαπάνε την δύναμη. Την εξουσία! Αυτό που νιώθουν δίπλα τους. Έχουν χρησιμότητα ρε παιδί μου οι δυνατοί άνθρωποι.
Ξέρεις πως ότι κι αν γίνει, θα την βρουν την άκρη.
Μέχρι να αρχίσει να μην σου πολυαρέσει η δύναμή τους.
Μέχρι να αρχίσει να σε τσιγκλάει αυτό που δεν είσαι εσύ.
Μέχρι να αρχίσει να μην σου πολυαρέσει η δύναμή τους.
Μέχρι να αρχίσει να σε τσιγκλάει αυτό που δεν είσαι εσύ.
Να σου πω κι ένα μυστικό μιας και πιάσαμε να τα λέμε όλα έτσι απλά;
Κι εγώ θα θελα να έρθω σε μετωπική μεταξύ έρωτα και δύναμης και να είναι ο άλλος πιο δυνατός. Όχι συνέχεια.. για λίγο.
Για τις στιγμές που θα μπορούσα να ακουμπήσω και να γείρω λίγο στον ώμο του να ξαποστάσω.
Για τις στιγμές που δεν θα είχα στην πλάτη μου τον κόσμο όλο και θα τον έπαιρνε για λίγο έστω από πάνω μου.
Για τις στιγμές που η μικρή ξεχασμένη πριγκίπισσα μέσα μου και το παιδί μέσα του θα έπαιζαν ανέμελα παιχνίδια παιδικά χωρίς να φοβούνται τα ενήλικα πρέπει.
Μέχρι τότε λοιπόν αγαπημένε μου, επιλέγω να μένω μόνη μου.
Όχι γι’αυτές τις μαλακίες που με κάνουν να γελάω τύπου «άντρες δεν υπάρχουν πια». Μια χαρά υπάρχουν και μια χαρά είναι.
Όμως στο περίπου σχέσεις και στο περίπου ζωή δεν μου ταιριάζει.
Βλέπεις η ταμπέλα, γράφει δυνατός.
Μην το μπερδεύεις με το σκληρός. Μην το μπερδεύεις με το αδίστακτος.
Το να είσαι δυνατός, σημαίνει να περπατάς στο δρόμο σου όχι χωρίς να πέφτεις, αλλά πέφτοντας να μην τραβάς κανέναν μαζί σου για άλλοθι.
Να πέφτεις μόνος. Να μένεις εκεί μέχρι να μπορέσεις να σταθείς στα πόδια σου και να ξανασηκώνεσαι.
Να απλώνεις το χέρι σε εκείνον που σου ζητάει βοήθεια και να είναι χέρι καθαρό. Να μην είναι αλειμμένο με λάδι.
Το να είσαι δυνατός, σημαίνει πως όταν αποφασίσω να σε χτυπήσω, θα σε κοιτάω στα μάτια.
Αν λοιπόν αναρωτιέσαι, θα σου πω, πως ναι!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου